- λίτε
- λίτε και λίτη, ἡ (Μ)1. δίκη2. πράξη παράνομη ή, γενικά, μη παραδεκτή πράξη που καταδικάζεται από την κοινωνία3. καταδικαστική απόφαση, θάνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lite «διαμάχη, διαφωνία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίτη — λίτη, ἡ (Μ) βλ. λίτε … Dictionary of Greek
λιθ' — λῑτί , λίς 2 smooth fem dat sg λῑτί , λίς 2 smooth masc dat sg λιθά , λιθάς stone fem voc sg λιθί , λιθίς fem voc sg λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc/acc dual λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc sg (doric aeolic) λιταί , λιτή prayer fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῖθ' — λῖτα , λίς 2 smooth masc/fem acc sg λῖτα , λίς 2 smooth fem acc sg λῖτε , λίς 2 smooth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)